- κουμπανία
- ηβλ. κομπανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουμπάνια — η (λ. ιταλ.), εφόδια, εφοδιασμός με τρόφιμα: Στο ταξίδι αυτό είχαμε κάνει καλή κουμπάνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπάνια — η 1. τα αποθηκευόμενα τρόφιμα στα πλοία για το ταξίδι 2. εφοδιασμός με τρόφιμα, προμήθεια τών αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagna] … Dictionary of Greek
κουμπανιάρω — [κουμπάνια] εφοδιάζομαι με τρόφιμα, κάνω κουμπάνια … Dictionary of Greek
κομπανία — και κουμπανία, η (Μ κομπανία και κουμπανία και κουμπάνια) συντροφιά, όμιλος, ομάδα, παρέα νεοελλ. 1. λαϊκό μουσικό ή θεατρικό συγκρότημα 2. εταιρεία μσν. 1. συμμορία 2. λόχος στρατιωτών 3. η Καταλανική Εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagnia < … Dictionary of Greek
COMPAGNIA — ex Italico Compagnia, Κουμπανία apud Nicetam, in Alexio, l. 1. num. 1. militum centuria est: an inde, quod communi pane ac distributione buccellati sodalitium secum foveant milites; an quasi compagania, quod ex eodem pago, an a voce compages,… … Hofmann J. Lexicon universale
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek